παρεκδίδωμι

παρεκδίδωμι
Α
1. δίνω κρυφά σε γάμο, παντρεύω κρυφά
2. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως κύριο όν.) Παρεκδιδομένη
τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκδίδωμι «δίνω σε γάμο, παντρεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”